Αγαπημένοι ποιητές

Μονόγραμμα ΙΙΙ - Οδυσσέας Ελύτης


Έτσι μιλώ για σένα και για μένα



Eπειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Nα μπαίνω σαν Πανσέληνος
Aπό παντού, για το μικρό το πόδι σου μέσ' στ' αχανή σεντόνια
Nα μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Aποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Mέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Yπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Aκουστά σ' έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τί" και το "έ"
Tριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Tο βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Tα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Tο γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Eπειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Tόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Tόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Tριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Kαμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Tόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Mέσ' στους τέσσερεις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Nα φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Nα μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Eπειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Eίναι νωρίς ακόμη μέσ' στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Nα μιλώ για σένα και για μένα.


(Από το Μονόγραμμα, Ίκαρος, 1972).


                                           ***




Συγχώρα με, αγάπη μου - Τάσος Λειβαδίτης


Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια
αν ολάκερη έχεις δοθεί.
Όλα μπορούσανε να γίνουνε
στον κόσμο αγάπη μου
τότε που μου χαμογελούσες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου αγαπημένη μου.
Μα και τι να πει κανείς.
Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
έζησα όλη τη ζωή.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα
και τότε όλα τα βράδια
κι όλα τα τραγούδια θα ναι δικά μας.
Θα θελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη,
μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
καμιά ελπίδα να μη πεθάνει.
Θε μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο
μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων
Συχώρα με, αγάπη μου,
που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου,
που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου.
Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής
σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό,
που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ’ένα σπίτι που’ πιασε φωτιά,
α, για να γεννηθείς εσύ
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο.
Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,
είμαστε κιόλας νεκροί.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό
έξω απ’ την πόρτα σου,
εσύ θα ξέρεις,
πως πέθανε σφαγμένος
απ’ τα μαχαίρια του φιλιού,
που ονειρευότανε για σένα.
Ποδοπάτησε με,
να έχω τουλάχιστον την ευτυχία
να μ’αγγίζεις.


                                 ***
Στεκόμουν - Νικηφόρος Βρεττάκος


Στεκόμουν εδώ, σε ατένιζα ώρες
κι αισθανόμουν να εισρέει
στους μέσα μου άγνωστους χώρους
το πνεύμα σου. Κ` εμεγαλύνθη
η ψυχή μου και διευρύνθη
το στέρνο μου. Και το στήθος μου
έγινε ουρανός της βασίλισσας
που στη γλώσσα της χώρας μου
ονομάζεται αγάπη.


(Συνάντηση με τη θάλασσα, ποταμός, 2012).
                                  ***


Φωνές - Κ.Π. Καβάφης


Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.


Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψη τες ακούει το μυαλό.


Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας-
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.


(Τα Ποιήματα 1897-1918, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, 1999).
                                   ***


Χώρος απορριμμάτων - Γ. Ρίτσος

Πίσω απτη μάντρα, σπασμένα γυαλιά, 
σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,
τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες,
πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους
ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,
σαν άστρο παραμελημένο,
έχει αναλάβει να πληρώσει
όλα τα σπασμένα.
Μαζί κι εγώ.
(Υπερώον, Κέδρος, 2013).
                                   ***

Όταν σε περιμένω - Ντίνος Χριστιανόπουλος


Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
ὁ νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα ἢ μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.


(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Διαγώνιος, 1992).
                                 ***
Έρωτας - Ντίνος Χριστιανόπουλος


Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια -
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.


(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, Διαγώνιος, 1992).
                                      ***
Η Σονάτα του σεληνόφωτος - Γιάννης Ρίτσος


Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει —
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα
ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ’ τήν κρεμάστρα στό
σκοτεινό διάδρομο
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς
ἀπ’ τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά,
ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.


(απόσπασμα, http://yannisritsos.gr/)
                                   ***


Η ανορεξία της ύπαρξης - Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ


Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δεν μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.




(Η ανορεξία της ύπαρξης, Καστανιώτης, 2013).
                                 ***
Κονιάκ μηδέν αστέρων - Κική Δημουλά


Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.


(Κική Δημουλά, Ποιήματα, Ίκαρος, 1998).
                               ***
Γυμνός, Ιούλιο μήνα - Οδυσσέας Ελύτης
Μυρίσαι το Άριστον VIII


Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι
ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω
στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα
όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με
την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια,
τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.
Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο πού ‘ναι
πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά
θέλεις να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από
τη φύση- άλλα θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.


(Οδυσσέας Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, Ίκαρος)
                                   ***
Γιάννης Ρίτσος - «Το χιόνι»


"Το χιόνι είναι άσπρο, μαλακό σαν τελειωμένος έρωτας", -είπε.
Έπεσε απρόσμενα, τη νύχτα, μ’ όλη τη σοφή σιωπή του.
Το πρωί, λαμποκοπούσε ολόλευκη η εξαγνισμένη πολιτεία.
Μια παλιά στάμνα, πεταμένη στην αυλή, ήταν ένα άγαλμα.
Εκείνος ένοιωσε την κοφτερή ψυχρότητα του πάγου,
την απεραντοσύνη της λευκότητας, σαν άθλο του προσωπικό
μονάχα μια στιγμή ανησύχησε: μήπως και δεν του απόμενε
τίποτα πια θερμό να το παγώσει, μήπως και δεν ήταν
μια νίκη του χιονιού, μα απλώς μια ουδέτερη γαλήνη,
μια ελευθερία χωρίς αντίπαλο και δόξα.
Βγήκε λοιπόν αμήχανος στο δρόμο, κι όπως είδε το χιονάνθρωπο
που φτιάχναν τα παιδιά, πλησίασε και του `βαλε
δυο σβηστά κάρβουνα για μάτια, χαμογέλασε αόριστα
κι έπαιξε χιονοπόλεμο μαζί τους ως τ’ απόγευμα.

 (Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τομ. 3ος, Κέδρος)






















                              


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου